ΣΤΑΔΙΟΥ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ



          Η οδός Σταδίου βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας και ενώνει την Ομόνοια με το Σύνταγμα. Παρά το όνομα της σήμερα δεν υπάρχει κάποιο στάδιο σε αυτήν. Με βάση το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο της πόλης των Αθηνών η οδός Σταδίου προβλεπόταν ότι θα έφτανε μέχρι και το Παναθηναϊκό Στάδιο. Ωστόσο, η αντιβασιλεία του Όθωνα δεν υλοποίησε τον σχεδιασμό αυτόν, είτε λόγω της έλλειψης των απαιτούμενων κονδυλίων, είτε γιατί δεν ήθελε να συγκρουστεί με τους κτηματίες, τα κτήματα των οποίων έπρεπε να απαλλοτριώσει για την πραγματοποίησή του, είτε και για τους δύο λόγους. Έτσι, αν και ο δρόμος έμεινε μισοτελειωμένος, διατήρησε την αρχική του ονομασία σαν στοιχειωμένη κατάρα των «πολεοδόμων» Κλεάνθη, Σάουμπερτ και Κλέντζε με σκοπό να θυμίζει στους γραφειοκράτες ότι έχουν αφήσει ένα έργο ανεκπλήρωτο. Προσπάθησαν τρεις φορές να απαλλαγούν από αυτή την «κατάρα» θέλοντας να μετονομάσουν το δρόμο σε οδό Φειδίου, Ακακιών, μιας και κάποτε υπήρχαν ακακίες στα πεζοδρόμια, Ουίνστον Τσόρτσιλ, αλλά δεν τα κατάφεραν και το όνομά της παρέμεινε Σταδίου.
          Παρ’ όλα αυτά η χάραξη της οδού Σταδίου δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς στην περιοχή αυτή υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του 1850 το ποτάμι-ρέμα του Βοϊδοπνίχτη, ενώ στο ύψος του Αρσακείου υπήρχε γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες. Το 1852 μια ξαφνική νεροποντή παρέσυρε τη γέφυρα και η Αθήνα κόπηκε στα δύο. Η πηγή του ποταμού ξεκινούσε από τον Λυκαβηττό, διερχόταν κατά μήκος της οδού Βουκουρεστίου και διέσχιζε τη Σταδίου. Το 1860 το ρέμα σκεπάστηκε και σχηματίστηκε η σημερινή οδός Σταδίου. Στη διάρκεια των έργων επιχωμάτωσης της Σταδίου κατασκευάστηκε και ο πρώτος υπόνομος της πρωτεύουσας από τη Γαλλική Αποστολή Δημοσίων Έργων. Με αυτό τον τρόπο σχηματίστηκε ο πρώτος ευθύς δρόμος της Αθήνας, με πολύ μεγάλα πεζοδρόμια και στολίστηκε με πανέμορφες ακακίες.
          Μέχρι και τη σημερινή εποχή το νερό συνεχίζει να ρέει υπογείως, γι’ αυτό και πολλά από τα υπόγεια των παλαιών κτιρίων πλημμυρίζουν. Αποτελεί έναν πολυσύχναστο δρόμο που σφύζει από ζωή τόσο τις πρωινές όσο και τις νυχτερινές ώρες. Είναι ο δρόμος των διαδηλωτών, καθώς περνούν σχεδόν καθημερινά από αυτόν πορείες, των τραπεζών και των βιβλιόφιλων, μιας και υπάρχει στοά βιβλίου με επιλεγμένα βιβλιοπωλεία. Κανείς δεν μπορεί λοιπόν να αρνηθεί ότι η μεταμόρφωση αυτού του δρόμου από ποτάμι σε έναν από τους πιο πολυσύχναστος δρόμους της Αθήνας ήταν θεαματική.

ΜΕΓΑΡΟ ΑΘΗΝΟΓΕΝΟΥΣ

           Το Μέγαρο Αθηνογένους βρίσκεται στην οδό Σταδίου 50 δίπλα στο παρακείμενο Παλαιό Βασιλικό Τυπογραφείο και αποτελεί ένα από τα επιβλητικότερα κτίρια της αθηναϊκής αστικής τάξης στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α’. Η οικοδόμησή του πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1875-1880 βάσει σχεδίων ξένου αρχιτέκτονα που εργαζόταν στην Ελλάδα. Από την μια πλευρά, ο καθηγητής K. Μπίρης υποστηρίζει στο έργο του «Αι Αθήναι» ότι το μέγαρο σχεδιάστηκε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Πιάτ (Piat), ο οποίος είχε φθάσει στην Αθήνα το 1869 με σκοπό να συνεργαστεί με τον συμπατριώτη του και επιχειρηματία Σολέ (Chollet) για τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, έργο που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Από την άλλη πλευρά, ο καθηγητής του ΕΜΠ Μάνος Μπίρης είναι της άποψης, όπως δηλώνει και στο βιβλίο του «Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής», ότι το Μέγαρο Αθηνογένους ήταν έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα Εζέν Τρουμπ (Eugene Troumpe), ο οποίος εργαζόταν κι αυτός εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
          Στα τέλη του 19ουαι. το Μέγαρο στέγασε για ένα διάστημα την πρώτη Οθωμανική Τράπεζα στην Ελλάδα, την επονομαζόμενη Banque Ottomane de Change et de Valeurs. To 1989 το Μέγαρο Αθηνογένους περιήλθε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, η οποία θέλησε να το αξιοποιήσει, προτείνοντας τη διατήρηση της πρόσοψης και μέρους του εξωτερικού περιγράμματος, με παράλληλη ανέγερση οκταώροφης σύγχρονης οικοδομής πίσω του. Ωστόσο, μετά τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων υπέρ της διατήρησης ολόκληρου του κτιρίου, τα σχέδια δεν πραγματοποιήθηκαν.
          Σήμερα, το Μέγαρο, με ζωή 130 και πλέον χρόνων, στέκεται ερειπωμένο και μισοκαμένο έπειτα από πυρκαγιά που ξέσπασε το Μάιο του 2004.

ΚΤΙΡΙΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

        Στο οικοδομικό τετράγωνο Σταδίου-Αμερικής-Πανεπιστημίου-Βουκουρεστίου ήταν εγκατεστημένοι από την Οθωμανική περίοδο οι Βασιλικοί Στάβλοι. Ήδη από τις αρχές του 1910 είχαν ξεκινήσει συζητήσεις για την αποδέσμευση εκείνου του χώρου από μια αναχρονιστική πλέον χρήση στο κέντρο μιας ολοένα αναπτυσσόμενης μητρόπολης και πραγματοποιήθηκαν επανειλημμένοι διαγωνισμοί για την αξιοποίησή του. Τον τελικό διαγωνισμό κατάφεραν να κερδίσουν οι αρχιτέκτονες Βασίλειος Κάσσανδρος και Λεωνίδας Μπόνης, με βάση τα σχέδια των οποίων κατασκευάστηκε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού.
         Η οικοδόμηση του κτιρίου ξεκίνησε το 1928 και ολοκληρώθηκε 12 χρόνια αργότερα, με την ανέγερση 9 συνολικά κτιρίων. Με το πέρασμα των χρόνων το κτίριο μετατράπηκε σε χώρο γραφείων και καταστημάτων και φιλοξένησε το κινηματοθέατρο «Παλλάς», το καμπαρέ «Μαξίμ», το οποίο μετατράπηκε αρχικά σε κινηματογράφο και έπειτα σε θέατρο, το γνωστό της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Παράλληλα, λειτούργησαν τα καφέ Μπραζίλιαν και τα ζαχαροπλαστεία Φλόκα και Ζόναρς.
            Σήμερα το κτίριο αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και ψυχαγωγικά κέντρα που λειτουργούν στην Αθήνα και περιλαμβάνει θέατρα, εστιατόρια, νυχτερινό κέντρο, γυμναστήριο και πλήθος εμπορικών καταστημάτων.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΘΕΑΤΡΟ «ΑΤΤΙΚΟΝ»

          Το κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά. Το διώροφο αυτό κτίριο οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1870-1881 με βάση τα σχέδια του Ernst Ziller για χάρη του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτιου Δεκόζη-Βούρου. Κατά το 1900 στεγάζονταν εκεί το φαρμακείο του Σ. Βαλτή (ήδη από το 1891), το κουρείο του Λ. Μουσίου και το εμπορικό κατάστημα «ειδών Κίνας» του Π. Γεωργιάδη, ενώ για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε το νεοπαγές Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Μεταξύ των ετών 1914-1920 μια σημαντική επέμβαση πραγματοποιήθηκε, όταν οικοδομήθηκε σε τμήμα του κτιρίου το κινηματοθέατρο «Αττικόν» σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη. Αρχικά, λειτούργησε ως θέατρο, ωστόσο, σύντομα ξεκίνησε να διαφημίζει πως θα φιλοξενεί «ταινίας χρωματιστάς εκ του φυσικού», ώστε να μετατραπεί σε σύγχρονο κινηματογράφο για την εποχή που διέθετε θέρμανση.
         Οι Ελληνοαμερικανοί αδερφοί Σκούρα αναλαμβάνουν το 1929 το χώρο και αποφασίζουν να φέρουν την καινοτομία στην Ελλάδα, μετατρέποντας το «Αττικόν» στον πιο σύγχρονο κινηματογράφο της εποχής, καθώς πλέον οι ταινίες που μεταδίδει είναι ‘παρλάν’, δηλαδή ομιλούμενες. Στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους πραγματοποιείται η προβολή μίας τέτοιας ταινίας και συγκεκριμένα της μουσικοχορευτικής παραγωγής «Fox Follies». Αν και η προβολή αυτή δεν στέφεται με απόλυτη επιτυχία, λόγω κακής ποιότητας ήχου, τον επόμενο χρόνο δημιουργείται και η δεύτερη κινηματογραφική αίθουσα «Απόλλων» στο υπόγειο. Στον ίδιο χώρο δημιουργούνται και τα γραφεία της εταιρείας που ιδρύουν οι αδελφοί Σκούρα, «Σκούρα Films». Το ανανεωμένο πλέον κτίριο περιλαμβάνει τα παντοπωλεία των Ι. Ζαχαρίου και Σ. Αλεξάνδρου, το ανθοπωλείο του Άγγελου Αγαλιώτη, το κατάστημα κρυστάλλων και πορσελάνων του Ν. Λεμοντζόγλου, την αντιπροσωπεία γραφομηχανών Παπασπύρου, τα γραφεία της οικοδομικής επιχείρησης «Πρώτης», των «Τοπικών Σιδηροδρόμων Μακεδονίας» και της «Εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων».
          Κατά καιρούς το κτίριο υπέστη ποικίλες επεμβάσεις και ανακαινίσεις. Η πρώτη σημαντική ανακαίνιση, η οποία έγινε το 1960, πραγματοποιήθηκε από τους αδερφούς Γρηγοριάδου και τον Άγγελο Αγαλιώτη , οι οποίοι πήραν άδεια από την πολεοδομία Αθηνών ειδικά γι’ αυτό. Η επόμενη ανακαίνιση έλαβε χώρα το 1982 από τον αρχιτέκτονα Ι. Χριστακόπουλο, ο οποίος θέλησε να πραγματοποιήσει εργασίες συντήρησης και αναπαλαίωσης του κτιρίου και των εσωτερικών χώρων. Η τελευταία ανακαίνιση έγινε το 2007 και αποτέλεσε την πιο ριζική από όσες είχαν γίνει. Ο χώρος υποδοχής πλέον διπλασιάστηκε και είχε πολύ περισσότερα ταμεία για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του κοινού, στην είσοδο κυριαρχούσαν το λευκό μάρμαρο και το σκούρο ξύλο, τα καθίσματα στους εσωτερικούς χώρους των κινηματογράφων αντικαταστάθηκαν από αναπαυτικές δερμάτινες πολυθρόνες, αυξήθηκαν οι αποστάσεις μεταξύ των σειρών, προστέθηκαν τραπεζάκια και η αίσθηση του home cinema ήταν πλέον γεγονός. Η μοκέτα τοίχου και δαπέδου που προστέθηκαν προκάλεσαν πιο καλή μόνωση για τον ήχο, ο οποίος πλέον αντικαταστάθηκε με το τελευταίας τεχνολογίας μοντέλο Dolby Digital.
           Σήμερα βλέποντας κανείς το κινηματοθέατρο «Αττικόν» αντικρίζει τα μαυρισμένα ντουβάρια του κτιρίου, λόγω ρίψης μολότοφ.

ΠΑΛΑΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ


           Το κτίριο του Παλαιού Εθνικού (Βασιλικού) Τυπογραφείου και Λιθογραφείου βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της οδού Σταδίου μεταξύ των οδών Αρσάκη και Σανταρόζα. Το κτίριο αυτό υπήρξε το πρώτο δημόσιο βιομηχανικό κατάστημα τυπογραφίας στην Αθήνα και κτίστηκε ώστε να στεγάσει τη Βασιλική Τυπογραφεία και Λιθογραφεία, την εποχή της μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Η οργάνωση κρατικής τυπογραφικής εγκατάστασης αποτελούσε μία από τις κύριες μέριμνες κάθε διοίκησης ή κυβέρνησης της Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια του αγώνα για την Ανεξαρτησία, καθώς έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται η τύπωση των εξαγγελιών, των αποφάσεων και των διαταγμάτων. Η Βασιλική Τυπογραφεία στην Ελλάδα αποκτά τον πρώτο οργανισμό της με διάταγμα της 10.12.1833. Με έναν από τους επόμενους οργανισμούς, αυτόν του 1838 λειτουργούν οι τρεις βασικότεροι κλάδοι της τέχνης, η τυπογραφεία, η λιθογραφεία και η τυποχυτική.
           Η οικοδόμηση του κτιρίου πραγματοποιήθηκε τα έτη 1834-1835, και συγκεκριμένα ξεκίνησε τους δύο τελευταίους μήνες του 1834, αφού είχε προηγηθεί και η αναγκαία απαλλοτρίωση του οικοπέδου και ήταν ταχύτατη, η χωρίς μεγάλη ακρίβεια και ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες κατασκευή του κτιρίου. Είναι, άλλωστε πολύ γνωστός ο βιαστικός τρόπος οικοδόμησης κατά τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης της πρωτεύουσας στην Αθήνα. Ακόμη, φαίνεται πολύ πιθανόν ότι η ημέρα δημοσίευσης του δεύτερου οργανισμού του τυπογραφείου στις 17.5.1835 σημαίνει και την έναρξη λειτουργίας του κτιρίου. Ο μηχανικός εξοπλισμός του τυπογραφείου περιλάμβανε 1 ταχυπιεστήριο, 3 ξύλινα πιεστήρια, 6 σιδερένια πιεστήρια, 1 ξύλινο στιλβώματος, 2 ξύλινα διορθώσεων, 8 λιθοτυποτήρια και 4 χυτήρια.

          Η οικοδομή του Εθνικού Τυπογραφείου και Λιθογραφείου περιγραφόταν από τον τύπο της εποχής ως πλούσια, λαμπρή και ευρύχωρη. Ωστόσο, η εικόνα αυτή δε διατηρήθηκε για πολύ. Τον Αύγουστο του 1854 ξέσπασε πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε τον όροφο στον οποίο διέμενε ο διευθυντής του και υπολοχαγός του Πυροβολικού Ι. Καρπούνης, ο οποίος τότε απουσίαζε. Η στέγη του ορόφου έπεσε στο ισόγειο και προξένησε μεγάλες ζημιές στο μεσαίο τμήμα, ενώ οι πτέρυγες έπαθαν μικρότερες ζημιές.
          Το 1890 πραγματοποιήθηκαν επισκευές στην πρόσοψη και κτίστηκαν νέες οικοδομές στο υπόλοιπο τετράγωνο. Παρ’ όλα αυτά 15 χρόνια αργότερα (1905-1906) το Τυπογραφείο μεταφέρθηκε στη σημερινή του έδρα στην οδό Καποδιστρίου. Για το διάστημα 1906-1931/32 δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του. Είναι πιθανόν, όμως, ότι είχε αρχίσει η εγκατάσταση σ’ αυτό κάποιων υπηρεσιών του Πρωτοδικείου. Ως το 1931 το κτίριο διατήρησε την ισόγεια μορφή του. Η είσοδός του βρισκόταν στην οδό Σανταρόζα, ενώ προς την οδό Σταδίου έβλεπε κανείς έναν τοίχο με μια σειρά από παράθυρα και μια υπερύψωση αυτού του τοίχου στο μέσο. Το 1931-1932 έγινε μια πλήρης αναμόρφωση του κτιρίου με την προσθήκη ενός ορόφου και την οικοδόμηση μιας πτέρυγας στην αυλή με βάση τα σχέδια της Υπηρεσίας Δημόσιων Έργων, και συγκεκριμένα του αρχιτέκτονα Φοίβου Ζούκη. Το 1974 γίνονται ξανά μικροτροποποιήσεις. Τέλος, το 1984 κατεδαφίστηκαν όλες οι υπόλοιπες προσθήκες του οικοδομικού τετραγώνου και διατηρήθηκε αναπαλαιωμένο μόνο το κυρίως διώροφο κτίριο, το οποίο έχει ενσωματωμένο και το ισόγειο του αρχικού κτίσματος του 1834 μέχρι και σήμερα.

ΠΑΛΑΙΑ ΒΟΥΛΗ

          Το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής βρίσκεται στην οδό Σταδίου. Είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο και αποτελεί ένα από τα ιστορικότερα κτίσματα της Αθήνας. Το κτίριο αυτό, καθώς και ο περιβάλλων χώρος του, η πλατεία Κολοκοτρώνη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία για έναν σχεδόν αιώνα. Η κοινοβουλευτική ζωή της Ελλάδας, ως ανεξάρτητου κράτους, ξεκινάει το 1843 με την επικράτηση της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, η οποία τερματίζει την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας. Με την εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας επιτακτική προβάλλεται η ανάγκη εύρεσης κατάλληλου χώρου που θα στεγάσει την εθνική αντιπροσωπεία. Η μικρή σε έκταση Αθήνα της εποχής, πρωτεύουσα του κράτους μόλις από το 1834, στερείται υποδομών και δημοσίων κτιρίων.
          Στο τότε βορειανατολικό άκρο της παλαιάς Αθήνας, κοντά στο τείχος Χασεκή, είχε οικοδομηθεί το 1832 μία από τις πρώτες οικίες της απελευθερωμένης Αθήνας, μέσα σε έναν μεγάλο κήπο, για το Χιώτη τραπεζίτη Αλέξανδρο Κοντοσταύλο. Το 1834 το οίκημα αποτέλεσε προσωρινή κατοικία του βασιλιά Όθωνα. Το 1835 προστέθηκε στο κτίριο μια οκταγωνική μεγάλη αίθουσα χωρητικότητας 200 και πλέον ατόμων, ώστε να χρησιμεύσει ως αίθουσα χορού. Σε εκείνη τη φάση, ο Δανός αρχιτέκτονας Hans Christian Hansen υπέβαλε μια μελέτη ολοκληρωμένης επέκτασης του κτιρίου, η οποία, όμως, δεν υλοποιήθηκε. Μετά την άφιξη της Αμαλίας, το βασιλικό ζεύγος εγκαταστάθηκε στην οικία του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτιου Δεκόζη Βούρου, στην πλατεία Κλαυθμώνος, μέχρι να οικοδομηθούν τα οριστικά ανάκτορα. Αργότερα, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η πρώην αίθουσα χορού στέγασε τις εργασίες της Εθνικής Συνέλευσης. Στις 18 Μαρτίου 1843 πραγματοποιήθηκε εκεί η πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής κατά την οποία ο Όθωνας ορκίστηκε υπακοή στο σύνταγμα αναγνωρίζοντας το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχία.
          Τον Οκτώβριο του 1854 το κτίριο καταστρέφεται λόγω πυρκαγιάς και σύντομα ξεκινούν οι διαδικασίες μελέτης και σχεδιασμού ενός νέου κτιρίου για την επαναλειτουργία των δραστηριοτήτων της Βουλής. Ο σχεδιασμός του νέου κτιρίου ανατέθηκε στον Γάλλο αρχιτέκτονα Francois Boulanger, ενώ οι εργασίες για την ανέγερσή του ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1858. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός περιλάμβανε δύο αμφιθέατρα, ένα για τη Βουλή και ένα για τη Γερουσία, και αντίστοιχα γραφεία. Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα η οικοδομή διακόπηκε λόγω έλλειψης πόρων. Όταν το 1863 ξεκινούν ξανά οι εργασίες οι κτιριακές ανάγκες έχουν αλλάξει, εφόσον δεν υφίσταται πλέον το σώμα της Γερουσίας. Τότε καλείται ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Κάλκος για να αναθεωρήσει τα σχέδια του Boulanger. Παράλληλα αποφασίζεται η μετατροπή της πρόσοψης από διώροφη σε μονώροφη για οικονομικούς λόγους. Η οικοδόμηση περατώθηκε το 1871 και στις 11.09.1875 το κτίριο στεγάζει και πάλι τις λειτουργίες της Βουλής.
          Μετά από την έξωση του Όθωνα και μέσα σε μόλις 40 μέρες ανεγέρθηκε για τις ανάγκες προσωρινής εξυπηρέτησης των λειτουργιών της Βουλής ένα πλινθόκτιστο οίκημα στο πίσω μέρος της σημερινής πλατείας της Παλαιάς Βουλής, γνωστό ως «Παράγκα». Το 1931 η Βουλή φιλοξενείται πλέον στο κτίριο στο οποίο στεγάζεται μέχρι και σήμερα, ενώ στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής λειτουργεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Έπειτα από κάποιες καταστροφές που υπέστη το κτίριο αναπαλαιώνεται εκ νέου με σκοπό να στεγάσει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
          Σήμερα η Παλαιά Βουλή είναι αρχιτεκτονικό κόσμημα στο κέντρο των Αθηνών. Η μεγαλοπρεπή αίθουσα των συνεδριάσεων αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης, αλλά και κατάλληλη στέγη για σημαντικές εκδηλώσεις ιστορικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Οι αίθουσες που την περιβάλλουν στεγάζουν τη μόνιμη έκθεση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, ενώ το υπερώο αποτελεί το χώρο περιοδικών εκθέσεων.

ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

           Το ιστορικό κτίριο της Παλαιάς Βουλής στεγάζει από το 1962 το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το οποίο ανήκει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, η οποία ήδη από τη σύστασή της το 1882 άρχισε το έργο της συλλογής ιστορικού υλικού. Στόχο του Μουσείου είναι η παρουσία αντιπροσωπευτικών στιγμών του Ελληνισμού μέσα από την έκθεση των πολύτιμων συλλογών του, οι οποίες απλώνονται χρονικά από τον 15ο-20οαι. Οι εκθέσεις του Μουσείου στοχεύουν στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης και έχουν παιδευτικό χαρακτήρα.
           Η έναρξη της λειτουργίας του Μουσείου, όμως, είναι συνδεδεμένη με την πρώτη επίσημη δημόσια παρουσία της Εταιρείας, την Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα το 1884. Στην έκθεση αυτή, με έκκληση της Εταιρείας, παραχώρησαν όλοι όσοι είχαν στην κατοχή τους ιστορικά κειμήλια, κυρίως οι οικογένειες των αγωνιστών του 1821, αλλά και κρατικοί φορείς, όπως τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών. Τη γενική εποπτεία της έκθεσης κατείχε ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η έκθεση άνοιξε για το κοινό σε αίθουσα του Πολυτεχνείου στις 25 Μαρτίου 1884 και σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία. Και όπως ήταν αναμενόμενο τα περισσότερα από τα αντικείμενα αυτά, μετά το πέρας της έκθεσης δωρίθηκαν στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Υπηρεσίας αποτελώντας τον βασικό του πυρήνα. Συνεπώς το Ε.Ι.Μ. γεννιέται μέσα από την κοινή δράση της κοινωνίας.
           Από τότε και για πάνω από έναν αιώνα σχεδόν το Μουσείο λειτουργεί για το κοινό σε αίθουσες του Πολυτεχνείου. Συνεχίζει το έργο του εμπλουτισμού των συλλογών του τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και έξω από τα τότε σύνορά της, στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Ωστόσο, στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα αντικείμενα συσκευάζονται και κρύβονται στα υπόγεια του Πολυτεχνείου και σε ιδιωτικούς χώρους για προληπτικούς λόγους.
           Μεταπολεμικά, και ενώ γίνονται προσπάθειες για την εύρεση της καταλληλότερης στέγης, νοικιάζεται, προσωρινά, ένα οίκημα στην οδό Βασιλίσσης Αμαλίας, η Στέγη των Απόρων Κορασίδων, στην οποία λειτουργεί μία πρόχειρη έκθεση. Από το 1960 το Μουσείο στεγάζεται μόνιμα στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής. Το 1979 ο απόγονος του Υδραίου πρόκριτου Λάζαρου Κουντουριώτη, Παντελής Κουντουριώτης, κληροδοτεί στην Εταιρεία το αρχοντικό του με σκοπό να λειτουργήσει ως μουσείο. Από το 2001 η ιστορική οικία Λάζαρου Κουντουριώτη λειτουργεί ως παράρτημα του Ε.Ι.Μ. και αποτελεί πόλο έλξης για τους επισκέπτες του νησιού.
          Μέσα από κειμήλια, έργα τέχνης, όπλα, προσωπικά αντικείμενα, ενδυμασίες, χάρτες, κ.ά. ο κόσμος παρακολουθεί την πορεία του ελληνικού έθνους κατά την τουρκοκρατία και την ενετοκρατία, την ελληνική επανάσταση του 1821, την ανεξαρτησία και τη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους, την επέκταση των συνόρων με τους Βαλκανικούς Πολέμους, την περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα, παρουσιάζονται πτυχές της καθημερινής ζωής και της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την πλούσια λαογραφική συλλογή του Μουσείου, που σχετίζονται με εκθέματα, όπως παραδοσιακές ενδυμασίες από όλη την Ελλάδα και τη Μ. Ασία, κοσμήματα, οικιακά σκεύη, νομίσματα, κ.ά. Ακόμη, το Μουσείο διαθέτει μια σειρά από πίνακες, προσωπογραφίες και προσωπικά αντικείμενα κοινοβουλευτικών ανδρών, όπως επίσης, αγωνιστών της ελληνικής επανάστασης και γνωστών φιλελλήνων. Μερικά χαρακτηριστικά εκθέματα είναι τα εξής:

  • *Ο πολεμικός εξοπλισμός του Κολοκοτρώνη
  • Όπλα και πολεμικός εξοπλισμός γνωστών μορφών της ελληνικής επανάστασης
  • Το πρωτότυπο του Συντάγματος του 1843
  • Ο θρόνος του Όθωνα
  • Το γραφείο του Χαρίλαου Τρικούπη, κ.ά.
          Τα κειμήλια και τα έργα τέχνης του Ε.Ι.Μ. είναι ταξινομημένα σε συλλογές με βάση το είδος τους και ο αριθμός των συλλογών αυτών φτάνει τις 24, ενώ ο εμπλουτισμός τους γίνεται μέσω δωρεών και επιλεκτικών αγορών. Σήμερα το Ε.Ι.Μ. αποτελεί κέντρο έρευνας της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μέσα στη μεγαλοπρεπή αίθουσα των συνεδριάσεων διεξάγονται σημαντικές εκδηλώσεις πολιτιστικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, στο χώρο του λειτουργεί εργαστήριο συντήρησης, βιβλιοθήκη, καθώς και ιστορικό αρχείο, στο οποίο μπορεί κανείς να βρει την πλειονότητα των ελληνικών εκδόσεων και του περιοδικού τύπου.

ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ-ΑΓΑΛΜΑΤΑ

           Το 1884 οι κάτοικοι του Ναυπλίου, ύστερα από έρανο, συγκέντρωσαν χρήματα θέλοντας να φιλοτεχνηθεί ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Έτσι, ο δήμος της πόλης προκήρυξε διαγωνισμό και τα έργα εκτέθηκαν στη Ρώμη, όπου κρίθηκαν από διεθνής ειδικούς. Τελικά προκρίθηκε το πρόπλασμα του Λάζαρου Σώχου και αμέσως ακολούθησε η διαδικασία χύτευσης του στο Παρίσι, κατά την οποία, όπως λέγεται, προστέθηκαν, ως πρώτη ύλη, τα κανόνια που βρίσκονταν στο Παλαμήδι. Το 1895 το άγαλμα ήταν έτοιμο. Παρ’ όλα αυτά εγκαινιάστηκε το 1901. Με επιθυμία του καλλιτέχνη είχε κατασκευαστεί και ένα δεύτερο πανομοιότυπο άγαλμα που ο ίδιος θέλησε να τοποθετηθεί στην Αθήνα.
           Το πρόπλασμα του αγάλματος του Κολοκοτρώνη που είχε παρουσιαστεί σε διεθνή έκθεση στο Παρίσι απέσπασε το πρώτο βραβείο. Ωστόσο, η ιδέα του Σώχου να εικονίσει τον Κολοκοτρώνη έφιππο χωρίς περικεφαλαία, έτσι ώστε να διακρίνεται η πλούσια χαίτη του, δεν άρεσε στην επιτροπή παρακολούθησης. Όμως αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις εισηγήσεις της επιτροπής. Στη συντήρηση που έγινε 10 χρόνια πριν στον ανδριάντα «εμφανίστηκε» η αντίδραση του καλλιτέχνη. Στο εσωτερικό της περικεφαλαίας ο Σώχος είχε χαράξει την επιγραφή: «Παρά την θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαία».

          Το βάθρο του γλυπτού φιλοτεχνήθηκε από τον Αλέξανδρο Νικολούδη και είναι κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο σε τρίβαθμη κρηπίδα. Στις πλαϊνές όψεις βρίσκονται ένθετες ορειχάλκινες ανάγλυφες συνθέσεις από τη ζωή του Κολοκοτρώνη, τις οποίες εμπνεύστηκε ο καλλιτέχνης μελετώντας τα απομνημονεύματά του. Στη μια όψη παριστάνεται η καταστροφή του Δράμαλη και στην άλλη η προτροπή του Γέρου του Μοριά προς τους Έλληνες να κάψουν τα συγχωροχάρτια των Τούρκων. Οι συνθέσεις αυτές θα κοσμούσαν αρχικά τον ανδριάντα του Ναυπλίου, επειδή , όμως, δεν είχαν ολοκληρωθεί ο καλλιτέχνης θέλησε να τοποθετηθούν στην Αθήνα.
          Ο στρατηγός παριστάνεται έφιππος σε ηγετική στάση. Το δεξί του χέρι είναι τεντωμένο μπροστά και οριζόντια. Ο δείκτης δείχνει προς ορισμένη κατεύθυνση, ίσως την πορεία προς τη μάχη. Η παράδοση θέλει να δείχνει τον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη. Το κεφάλι είναι στραμμένο προς τα πίσω σαν να απευθύνεται στους ένοπλους αγωνιστές που τον ακολουθούν για να βεβαιωθεί ότι βλέπουν τον εχθρό. Με τον τρόπο αυτό μαζί με την κίνηση που δίνει στη μορφή μεταφέρει και τον χαρακτήρα του αεικίνητου πολεμιστή κα ικανού στρατηλάτη που είχε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Στην εμπρόσθια όψη του βάθρου έχει χαραχθεί η επιγραφή: «Έφιππος χωρεί γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας διδάσκων τους λαούς πως οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι».
           Η αρχική θέση του αγάλματος ήταν στη γωνία Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Η τοποθέτηση αυτή έδωσε φυσικά και την ονομασία στον γειτονικό δρόμο. Η διαμόρφωση της πλατείας και η λειτουργία της Παλαιάς Βουλής ως μουσείο ανάγκασαν σε μετακίνηση του ανδριάντα στη σημερινή του θέση, στην είσοδο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου τον Φεβρουάριο του 1954. Ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα υπαίθρια γλυπτά της Αθήνας. Πέρα από σημείο αναφοράς για την οδό Σταδίου, είναι και σημείο συνάντησης, συγκεντρώσεων, αλλά και πολιτικής έκφρασης στις μαρμάρινες επιφάνειές του.

Άγαλμα Χαριλάου Τρικούπη
           Στην πλατεία Κολοκοτρώνη, εκτός από τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, υπάρχει ακόμη και ο μαρμάρινος ανδριάντας του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, ο οποίος αποτελεί έργο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου. Τοποθετήθηκε στο προαύλιο της Παλαιάς Βουλής το 1920, σε κήπο προς την οδό Σταδίου, μπροστά από την είσοδο του κτιρίου. Στη σημερινή του θέση στο πλάι του κτιρίου μεταφέρθηκε το 1954. Τέλος, ο μαρμάρινος ανδριάντας του πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο οποίος σκοτώθηκε στα σκαλιά του Μεγάρου κοσμεί την πλατεία Κολοκοτρώνη. Είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Δημητριάδη του Αθηναίου. Τοποθετήθηκε στον περίβολο του Μεγάρου το 1931 και μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1954.

ΠΗΓΕΣ

      Ø http://www.fhw.gr/projects/vouli/index.php?view=build



ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΤΙΡΙΩΝ:
      ΔΕΙΤΕ "ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ"

ΤΣΙΤΣΟΥ ΣΟΦΙΑ, ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου