ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ

Η ελληνική εκβιομηχάνιση και το εργατικό κίνημα
   Στην Ελλάδα η ουσιαστική εκβιομηχάνιση άργησε ιδιαίτερα σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Το πρώτο κύμα εκβιομηχάνισης παρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Η ελληνική όμως βιομηχανία παρουσιάζει τρομερά αργή ανάπτυξη καθώς  οι μικρές βιομηχανίες δεν προστατεύονταν από την φορολογία και έτσι τους ήταν υπερβολικά δύσκολο να συναγωνιστούν τις τιμές των ξένων προϊόντων.  Το 1871 όμως ψηφίστηκαν κάποιες προστατευτικές διατάξεις για τον κλάδο της βιομηχανίας και έτσι υπήρξε μια μικρή ανάπτυξη.  Το κύριο όμως πρόβλημα που οδήγησε σε τέτοια καθυστέρηση την ελληνική εκβιομηχάνιση ήταν η έλλειψη συγκέντρωσης κεφαλαίων στον τομέα της βιομηχανίας. Το κράτος δεν έδινε κίνητρα στους επενδυτές για να στραφούν στον τομέα της βιομηχανίας και έτσι στρέφονταν προς άλλους πιο αποδοτικούς τομείς. 
   Η Ελλάδα γνώρισε πραγματική άνθιση της βιομηχανίας μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.  Πλέον η Αθήνα και ο Πειραιάς είναι τα κυριότερα βιομηχανικά κέντρα με εμφανή πληθυσμιακή αύξηση. Σε αυτά παρουσιάζονται εργοστάσια ηλεκτρισμού, τσιμεντοβιομηχανίες, εργοστάσια λιπασμάτων ενώ μεγάλη άνθιση παρουσιάζει και η ναυτιλία με την αντικατάσταση των ιστιοφόρων με τα πλέον διαδεδομένα ατμόπλοια.  Ύστερα από την πτώχευση της Ελλάδας το 1893 και μπαίνοντας στις αρχές του 20ου αιώνα η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια ανοδική πορεία και πλέον η Ελλάδα μπαίνει στην λεγόμενη Βενιζελική εποχή. Με την ύπαρξη των πρώτων βιομηχανιών έχουμε και την ανέγερση μια νέας τάξης, της εργατικής.

    Προς το παρόν δεν υπάρχει καμία νομοθεσία που να εξασφαλίζει δικαιώματα στον εργάτη. Τα δικαιώματα καθορίζονται από τον ιδιοκτήτη της κάθε βιομηχανίας ή βιοτεχνίας. Οι εργάτες δουλεύουν υπό αντίξοες συνθήκες χωρίς κάποια αμοιβή αντάξια της δουλειάς τους. Τα ωράρια εργασίας είναι εξωφρενικά, οι εργάτες δουλεύουν από 9 έως 18 ώρες. Η πλέον εδραιωμένη εργατική τάξη είναι φανερά δυσαρεστημένη από τις συνθήκες εργασίας αλλά ακόμα ο Έλληνας εργάτης δεν είναι έτοιμος να μετατρέψει τις ανάγκες του σε κοινωνική πολιτική. 
H κυβέρνηση του Βενιζέλου βλέποντας αυτή τη δυσαρέσκεια και φοβούμενη μια πολιτική επίθεση εναντίων της ορίζει εργατική νομοθεσία που εξασφαλίζει στους εργάτες κάποια βασικά δικαιώματα όχι όμως αυτό του 8ωρου.  Ακόμα δημιουργήθηκε μια ειδυλλιακή εικόνα της σχέσης αφεντικού και εργαζόμενου, μια εικόνα όμως που δεν αντιπροσώπευε την πραγματικότητα. Το 1911 ιδρύθηκε μια υπηρεσία  Εργασίας και κοινωνικής πρόνοιας με σκοπό τον έλεγχο των συνθηκών εργασίας στους διάφορους τομείς της οικονομίας. Η παραπάνω νομοθεσία κωδικοποιήθηκε το 1914 και όριζε την Κυριακή και μερικές γιορτές αργίες αλλά και εξασφάλιζε κάποιες καλύτερες συνθήκες για τους εργάτες στου χώρους εργασίας τους όπως στο θέμα της υγιεινής και της ασφάλειας.
Με την παραπάνω νομοθεσία όμως τα συμφέροντα του κεφαλαίου επηρεάζονταν άμεσα πράγμα που οδήγησε στο πολλοί από τους νόμους να μην εφαρμόζονται και να συνεχίζουν να υπάρχουν φρικτές συνθήκες εργασίες και παράλογα ωράρια. Αυτά αποδεικνύονται από τα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων που έγιναν σε πολλές βιομηχανίες το 1912 από κρατικούς επιθεωρητές. Μερικοί επιθεωρητές μάλιστα αναφέρουν παραδείγματα παιδικής εργασίας, ωραρίων έως 16 ώρες συνεχόμενης εργασίας, εγκαταστάσεις χωρίς αποχωρητήρια για τους εργάτες κ.α. Χρησιμοποιήθηκαν πολλά επιχειρήματα που προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν όλα τα παραπάνω αλλά αποδείχθηκαν φούσκες. Το πρόβλημα όμως για την εργατική τάξη δεν μένει μόνο μέσα στου εργοστάσια αλλά εκτίνεται και παραέξω. Το βιοτικό επίπεδο των εργατών είναι απελπιστικά χαμηλό και φτάνει τα στάδια έλλειψης κατοικίας. Η απότομη συσσώρευση του κόσμου στα αστικά κέντρα οδηγεί σε προβλήματα στέγασης. Η κακουχίες οδηγούν σε αύξηση των ποσοστών θανάτων.
Με όλα τα παραπάνω η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης είχε πλέον φτάσει στα όρια. Η πολιτική που τόσο καιρό κατακερμάτιζε το εργατικό κίνημα δεν είναι πλέον σε θέση να ελέγξει την μαχητικότητα των εργατών. Η κυβέρνηση βέβαια με κάθε τρόπο προσπαθούσε να υπονομεύσει τις προσπάθειες των σοσιαλιστών για την ένωση των εργατών. Οι σοσιαλιστικές ιδέες όμως παρόλο που οι υποστηρικτές τους ήταν λιγοστοί είχαν μεγάλη απήχηση. Έτσι εισάγεται στην Ελλάδα το θέμα περί κοινωνικών τάξεων και κοινωνικής πάλης. Ιδέες που θα επηρεάσουν ιδιαίτερα την πορεία που θα ακολουθήσει η ΓΣΕΕ, μια νεοσύστατη «σοσιαλιστική» οργάνωση με έτος ίδρυσης το 1918.
Το ίδιο έτος ιδρύεται και το ΣΕΚΕ  (Σοσιαλιστικό  Εργατικό  Κόμμα  Ελλάδος)  που είχε ως πρώτο μέλημα την οργάνωσε των εργατοϋπαλλήλων στα συνδικάτα που δρούσαν στα πλαίσια της ΓΣΕΕ. Έτσι με τη βοήθεια του ΣΕΚΕ η ΓΣΕΕ οργάνωσε το 1919 την πρώτη υπαλληλική απεργία τραπεζικών στην Ελλάδα και τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς της χρονιάς εκείνης με αιτήματα αύξησης ημερομισθίων, καθιέρωση οκταώρου και κοινωνικές ασφαλίσεις. Λόγω των απαγορεύσεων της κυβέρνησης Βενιζέλου να πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις μέσα στα αστικά κέντρα οι εκδηλώσεις έλαβαν χώρα στα προάστια. Κατά την 2η και 3η δεκαετία του 20ου αιώνα είχαν διαμορφωθεί οριστικά τρεις ιδεολογικές παρατάξεις.
           Η μία από αυτές τις τρεις ήταν ο Κομμουνισμός.  Βασικός στόχος του κομμουνισμού ήταν  η εργατική τάξη να συγκροτηθεί οργανωτικά σε πολιτικό επίπεδο με το Κομμουνιστικό κόμμα και σε οικονομικό επίπεδο με τα συνδικάτα. Έτσι ώστε το κομμουνιστικό κόμμα συντονίζει την δράση των συνδικάτων σύμφωνα με τον ευρύτερο πολιτικό του αγώνα.  Ακόμα λόγο τις μεγάλης επιρροής που είχαν στο ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ κατάφεραν να περάσουν πολλές απόψεις τους στις γραμμές πορείας της οργάνωσης.
Παράλληλα οι σοσιαλιστές αρχικά ακολούθησαν την ίδια πορεία με τους κομμουνιστές όμως αφού οι δρόμοι τους χώρισαν οι σοσιαλιστές κατάφεραν να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ΓΣΕΕ κατά το χρονικό διάστημα 1926-1929. Κατά το  διάστημα  αυτό υπήρχε αντιπαράθεση με τους κομμουνιστές αλλά κατάφεραν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των βενιζελικών. Ύστερα όμως όταν τον 1929 ψηφίστηκε το ‘’ιδιώνυμο’’ του οποίου ο κύριος σκοπός ήταν η καταστολή κάθε εργατικής κινητοποίησης οι Σοσιαλιστές αναγκάστηκαν να διακόψουν την συμμαχία τους με τους βενιζελικούς εφόσον δεν το υποστήριζαν. Έτσι το 1931 ύστερα από την οριστική έξοδο του από τη ΓΣΕΕ οι σοσιαλιστές συγκρότησαν λεγόμενα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα.
Πλέον ο έλεγχος της ΓΣΕΕ έχει περάσει στα χέρια των φιλελεύθερων που είναι και η Τρίτη ιδεολογική παράταξη.  Οι φιλελεύθεροι ή αλλιώς βενιζελικοί προσπάθησαν να αποτρέψουν η δράση των συνδικάτων να ξεπεράσει τα όρια του αστικού καθεστώτος. Για το παραπάνω λόγο ο Βενιζέλος κινητοποίησε τους κρατικούς μηχανισμούς με σκοπό να ελέγξει τη ΓΣΕΕ και κατά συνέπεια τα εργατικά συνδικάτα.  Αφού όμως από τις παραπάνω τρεις οργανώσεις μόνο η δράση της ΓΣΕΕ ήταν νομιμοποιημένη οι βενιζελικοί είχαν το πάνω χέρι.
Όλα τα παραπάνω όμως δεν κράτησαν πολύ. Το 1936 το δικτατορικό καθεστώς που επέβαλε ο Ιωάννης Μεταξάς έρχεται  να κατακρεουργήσει κάθε δράση των συνδικάτων και να ελέγξει πλήρως ολόκληρο το συνδικαλιστικό κίνημα. Η ΓΣΕΕ είχε γίνει πλέον μια οργάνωση αποκλειστικά κατευθυνόμενη από το κράτος.

Έτσι ύστερα από κάποια χρόνια, συγκεκριμένα το έτος 1950 κάποια σωματεία ξέφυγαν από τον έλεγχο της ΓΣΕΕ. Τα σωματεία αυτά αρχικά δεν ξεπερνούσαν τα 20 όμως μέχρι το 1963 ο αριθμός του είχε εκτιναχθεί στο 115, ένας αριθμός με τον οποίο έμειναν  και  στην  ιστορία ως  «115 ΣΕΟ»  (ΣΕΟ = Συνεργαζόμενες  Εργατο-ϋπαλληλικές Οργανώσεις). Μέχρι το 1967 ο αριθμός τους, αλματωδώς αυξανόμενος, είχε φτάσει τα χίλια σωματεία. Οι 115 ΣΕΟ κατευθύνονταν κυρίως από κεντρώες δυνάμεις που ο τότε πολιτικός τους ηγέτης ήταν ο Γ.Παπανδρέου.
Ύστερα από την ανέγερση της των νεοφιλελευθέρων στην εξουσία το κράτος σταδιακά απομακρύνεται από την ελληνική οικονομία και κοινωνική πρόνοια και πλέον το άτομο είναι ΄΄ελεύθερο΄΄ μα δώσει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα που το απασχολούν, προβλήματα όμως που θα έπρεπε να λύνονται από κρατικούς φορείς. Οι νεοφιλελεύθεροι προωθούν ένα κράτος που θα μπορεί να συντάσσει και να επιβάλλει νόμους. Σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη θεωρία το κράτος θεωρείται ισχυρό όταν μπορεί να επιβάλλει τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης οικονομίας και αδύναμο, όταν γίνεται έρμαιο των συνδικάτων.  Καθώς υιοθετείται όμως η ιδέα αυτή, τα κοινωνικά αγαθά που προσφέρει το κράτος μειώνονται ολοένα και περισσότερο. Δηλαδή γίνονται περικοπές σε σημαντικούς τομείς όπως αυτός της δημόσιας ασφάλισης, υγείας, εκπαίδευσης κ.α. Κατά συνέπεια όλων των παραπάνω το κράτος γίνεται ολοένα και πιο μη κοινωνικό.
Έτσι στις μέρες μας ακόμα οι εργάτες διατηρούν τα σωματεία τους, πλέον τα πιο πολλά σωματεία κατευθύνονται από κάποιο κόμμα. Παρόλο όμως που στις μέρες μας υπάρχει αυστηρή νομοθεσία για τα δικαιώματα των εργαζόμενων δεν είναι λίγα τα περιστατικά  όπου εργάτες-υπάλληλοι  δουλεύουν κάτω από αντίξοες συνθήκες εργασίας.  Το εργατικό κίνημα στις μέρες μας συνεχίζει να υπάρχει αλλά με διαφορετική μορφή. Άλλωστε έχουν αλλάξει οι συνθήκες ζωής και εργασίας και πλέον οι αγώνες δεν γίνονται για τα ίδια πράγματα. Όμως  και σήμερα έχουν γίνει πολύ σημαντικοί αγώνες και ο κόσμος έχει πάρει πολλές φορές την πρωτοβουλία και έχει διαμαρτυρηθεί χωρίς την καθοδήγηση κάποιου κόμματος απλά και μόνο για να δηλώσει την δυσαρέσκεια του.

Σταμάτης Χονδρορίζος Α3  (Οι Ανώνυμοι)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου